- εἵλομεν
- αἱρέωtake with the handaor ind act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επτάπυλος — η, ο (AM ἑπτάπυλος, ον) (για οχυρωμένη πόλη) με επτά πύλες («Θήβης ἕδος εἵλομεν ἑπταπύλοιο», Ομ. Ιλ.) αρχ. φρ. «ἑπτάπυλος κλῑμαξ» κλίμακα που συμβολίζει την άνοδο τής ψυχής μέσα από τις πλανητικές σφαίρες … Dictionary of Greek